παρθένιον
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
τό,
A feverfew, Pyrethrum Parthenium, Hp. Ulc.14, Nic. Th.863, Dsc.3.138, Plin.HN21.176. 2 = ἑλξίνη, Dsc.4.85, etc. 3 = λινόζωστις, Thphr.HP7.7.2, Dsc.4.189. II girl, Alciphr.3.33.
German (Pape)
[Seite 521] τό, Jungfernkraut, sonst ἑλξίνη; Nic. Ther. 863; Plut. Sulla 13.
Greek (Liddell-Scott)
παρθένιον: τό, φυτόν τι, = ἐλξίνη, κοινῶς «παρθενοῦδι», Ἱππ. 877F, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2, Νικ. Θ. 863. ΙΙ. παρθένια, τά, ἴδε ἐν τῇ λέξει.
Greek Monolingual
το, ΝΑ
νεοελλ.
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα
2. είδος κλαβικυμβάλου στην Αγγλία
αρχ.
1. κορίτσι, κοριτσόπουλο
2. το φυτό ελιξίνη
3. το φυτό λινόζωστις
4. είδος άλλου φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος. Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι λόγω τών ευεργετικών ιδιοτήτων τους σε γυναικολογικές παθήσεις].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρθένιον -ου, τό [παρθένος] moederkruid.
Russian (Dvoretsky)
παρθένιον: τό бот. предполож. маточная трава (Pyrethrum parthenium) Plut.