βασανιστικός

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσᾰνιστικός Medium diacritics: βασανιστικός Low diacritics: βασανιστικός Capitals: ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: basanistikós Transliteration B: basanistikos Transliteration C: vasanistikos Beta Code: basanistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A given to or for torturing, Vett.Val.78.15, AB306, EM769.11.    2 for testing, Them. Or.21.247c.

German (Pape)

[Seite 436] zum Foltern gehörig, VLL.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de pers. torturador ἡγεμόνες βίαιοι βασανιστικοί Vett.Val.75.2.
2 de cosas propio para torturar ξύλον βασανιστικὸν κολαστήριον Hsch.s.u. κυφόν, ὄργανον Phot.s.u. κλιμακίζειν, EM 769.12G., AB 306.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βασανιστικός, -ή, -όν)
αυτός που προκαλεί βάσανα, ταλαιπωρίες
αρχ.
εκείνος που χρησιμοποιείται για έλεγχο, δοκιμασία.