δυσδιαφόρητος

From LSJ
Revision as of 15:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιαφόρητος Medium diacritics: δυσδιαφόρητος Low diacritics: δυσδιαφόρητος Capitals: ΔΥΣΔΙΑΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdiaphórētos Transliteration B: dysdiaphorētos Transliteration C: dysdiaforitos Beta Code: dusdiafo/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to disperse or dissipate, Gal.11.119.    II hardly evaporating, Id.10.657; not excreting readily, Id.17(1).188; διάθεσις Alex.Trall.8.2; cf. δυσδιαχώρητος.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu verdauen, auszudünsten, Medic.; schwer ausdünstend, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιαφόρητος: -ον, ὁ δυσκόλως διὰ τῶν πόρων ἐξερχόμενος, ἀπορριπτόμενος, Γαλην. 2. 392. 6, 311 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐξατμίζων, αὐτόθι.

Spanish (DGE)

-ον
medic.
1 que se asimila mal, difícil de digerir de un pescado, Xenocr.14.
2 que elimina líquidos con dificultad, que no permite la evaporación o exudación de la piel del cuerpo, Gal.1.220, τὰ δὲ πάχεα καὶ γλίσχρα Gal.10.626, ἡ ὕλη Alex.Trall.2.381.22
que no puede eliminar humores ὁ ὄγκος Gal.11.119, Paul.Aeg.4.18.1, ὁ ἄνθραξ Aët.7.32, φύσεις Gal.17(1).188, σκληρὰ μὲν ἡ ἕξις καὶ πυκνή Gal.10.626, cf. Aët.5.71, χυμῶν σεσηπότων δ. ἔνστασις Hippiatr.2.18, τὰ ἐκχυμώματα Gal.13.385, τὸ ψυχρὸν πυκνώτερον καὶ δυσδιαφόρητον Alex.Aphr.Pr.1.53
que no permite la disgregación, no apto para la disolución de ciertos cuerpos sólidos, Gal.10.657, δίαιτα τε παχυνοῦσα καὶ δ. Alex.Trall.1.335.14, διάθεσις Alex.Trall.2.359.6.

Greek Monolingual

δυσδιαφόρητος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα εξέρχεται από τους πόρους
2. εκείνος που δύσκολα εξατμίζει.