εὐκατάβλητος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάβλητος Medium diacritics: εὐκατάβλητος Low diacritics: ευκατάβλητος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: eukatáblētos Transliteration B: eukatablētos Transliteration C: efkatavlitos Beta Code: eu)kata/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A easily overthrown, Eust. 1055.51.

German (Pape)

[Seite 1073] leicht niederzustürzen, Chrysost.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάβλητος: -ον, ὁ εὐχερῶς καταβαλλόμενος, Ἰω. Χρυσ. τ. 8. σ. 51G.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκατάβλητος, -ον)
αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-βλητος (< κατα-βάλλω), πρβλ. α-κατά-βλητος].