βραχυβάμων
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος,
A taking short steps, Arist.Phgn.813a5.
German (Pape)
[Seite 462] von kurzem Schritt, Arist. Physiogn., v. l. βραδυβάμων.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠβάμων: [ᾱ], -ον, ὁ βραχέα βήματα κάμνων, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 44.
Spanish (DGE)
-ον de paso corto Arist.Phgn.813a5.
Greek Monolingual
βραχυβάμων, -ον (Α)
αυτός που περπατάει με μικρά βήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -βάμων < βαίνω (πρβλ. βραδυβάμων, ετεροβάμων κ.ά.)].
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχυβάμων: 2, gen. ονος делающий короткие шаги, семенящий Arst.