Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
Full diacritics: δενδρότης | Medium diacritics: δενδρότης | Low diacritics: δενδρότης | Capitals: ΔΕΝΔΡΟΤΗΣ |
Transliteration A: dendrótēs | Transliteration B: dendrotēs | Transliteration C: dendrotis | Beta Code: dendro/ths |
ητος, ἡ,
A growth of trees, Suid.
δενδρότης, η (Α)
η αύξηση τών δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον (πρβλ. αδελφότης < αδελφός, και θεότης < θεός)].