Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δρακοντόμαλλος

From LSJ
Revision as of 21:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾰκοντόμαλλος Medium diacritics: δρακοντόμαλλος Low diacritics: δρακοντόμαλλος Capitals: ΔΡΑΚΟΝΤΟΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: drakontómallos Transliteration B: drakontomallos Transliteration C: drakontomallos Beta Code: drakonto/mallos

English (LSJ)

ον,

   A with snaky locks, Γοργόνες A.Pr.799.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκοντόμαλλος: -ον, ὁ ἔχων κόμην ὀφιοειδῆ, Γοργόνες Αἰσχύλ. Πρ. 799.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
hérissé de serpents.
Étymologie: δράκων, μαλλός.

Spanish (DGE)

(δρᾰκοντόμαλλος) -ον de cabellos de serpiente Γοργόνες A.Pr.799.

Greek Monolingual

δρακοντόμαλλος, -ον (Α)
ο δρακοντόκομος.

Greek Monotonic

δρᾰκοντόμαλλος: -ον, αυτός που έχει φιδίσιους βοστρύχους, μαλλιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δρακοντόμαλλος: змеекудрый (Γοργόνες Aesch.).

Middle Liddell

δρᾰκοντό-μαλλος, ον adj
with snaky locks, Aesch.