θαλασσονόμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A dwelling in the sea, Emp. 76.1, Nonn.D.37.265.
German (Pape)
[Seite 1183] meerbeweidend, im Meere lebend; κόγχαι Empedocl. bei Plut. Symp. 1, 2, 5; ἵπποι, Seepferde, Nonn. D. 37, 265.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλασσονόμος: -ον, νεμόμενος, ζῶν ἐν τῇ θαλάσσῃ, κόγχαι Ἐμπεδ. 300· ἵπποι, οἱ θαλάσσιοι ἵπποι, Νόνν. Δ. 37. 265.
Greek Monolingual
θαλασσονόμος, -ον (Α)
αυτός που ζει μέσα στη θάλασσα («κόγχαι θαλασσονόμοι» — κοχύλια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -νομος (< νέμω), πρβλ. αγρο-νόμος, βου-νόμος.
Russian (Dvoretsky)
θᾰλασσονόμος: живущий в море, морской (κόγχαι Emped. ap. Plut.).