κολυμβιτεύω
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
A plunge into a tank, PMasp.9ii30 (vi A.D.).
Greek Monolingual
κολυμβιτεύω (Α)
καταδύομαι σε δεξαμενή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. αντί κολυμβητ-εύω < κολυμβητής.