μεγαλοκαμπής

From LSJ
Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοκαμπής Medium diacritics: μεγαλοκαμπής Low diacritics: μεγαλοκαμπής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΑΜΠΗΣ
Transliteration A: megalokampḗs Transliteration B: megalokampēs Transliteration C: megalokampis Beta Code: megalokamph/s

English (LSJ)

ές,

   A with a large curve, Orib.45.6.6.

German (Pape)

[Seite 106] ές, sehr gekrümmt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκαμπής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλην καμπήν, σφόδρα κεκαμμένος, Ὀρειβάσ. σ. 38 Mai.

Greek Monolingual

μεγαλοκαμπής, -ές (Α)
αυτός που έχει μεγάλη καμπή, πολύ κεκαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -καμπής (< κάμπτω, πρβλ. ευ-καμπής)].