μελιτίτης

From LSJ
Revision as of 17:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελιτίτης Medium diacritics: μελιτίτης Low diacritics: μελιτίτης Capitals: ΜΕΛΙΤΙΤΗΣ
Transliteration A: melitítēs Transliteration B: melititēs Transliteration C: melititis Beta Code: meliti/ths

English (LSJ)

[τῑ] οἶνος, ὁ,

   A wine prepared with honey, Dsc.5.7.    II μ. λίθος honey-stone, ib.133, Gal.12.195, Plin.HN36.140 (v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτίτης: οἶνος [ῑ], ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος μετὰ μέλιτος, Λατ. vinum mulsum, Διοσκ. 5. 15. ΙΙ. μ. λίθος, εἶδος πολυτίμου λίθου, αὐτόθι 151, Πλίν. 36. 33.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 μελιτίτης οἶνος, vin miellé;
2 μελιτίτης λίθος, topaze, pierre précieuse jaune miel.
Étymologie: μέλι.

Greek Monolingual

μελιτίτης, ὁ (Α)
1. (για κρασί) αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι
2. είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μαργαρ-ίτης)].