τετραφαλαγγία
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
ἡ,
A corps of four phalanxes or a phalanx in four divisions, i.e. of 16,384 men, Plb.12.20.7, Arr.Tact.28.6, Ael.Tact.36.6, Polyaen.4.7.12.
German (Pape)
[Seite 1099] ἡ, vier Phalangen od. eine in vier Abtheilungen getheilte Phalanx; Pol. 12, 20, 7; Aen. Tact. 40; Suid.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰφᾰλαγγία: ἡ, σῶμα στρατιωτικὸν ἐκ τεσσάρων φαλάγγων ἢ φάλαγξ διῃρημένη εἰς τέσσαρας μοίρας, δηλ. ἐξ ἀνδρῶν 16. 384, Πολύβ. 12. 20, 7, Αἰλ. Τακτ. 40.
Greek Monolingual
ἡ, Α
στρατιωτικό σώμα από τέσσερεις φάλαγγες ή φάλαγγα διαιρεμένη σε τέσσερεις μοίρες, δηλαδή συνολικά από 16.384 άνδρες («ἄγειν διφαλαγγίαν ἤ τετραφαλαγγίαν ἁρμόζουσαν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + φάλαγξ, -αγγος + κατάλ. -ία].
Russian (Dvoretsky)
τετραφᾰλαγγία: ἡ воен. соединение из четырех фаланг Polyb.