ἀντίτραγος
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
ὁ, (cf. τράγος)
A the eminence of the external ear, Aret. CD1.2, Poll.2.85, Ruf. ap. Orib.25.1.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίτραγος: ὁ, ἡ ἐξοχὴ τοῦ ἐξωτερικοῦ ὠτὸς (πρβλ. τράγος V.), «τὸ δὲ ἀπεναντίας τῆς κόγχης ἔξαρμα παρὰ τὸ πέρας τοῦ κροτάφου τράγος· τὸ δὲ ἀντικρὺ τούτου παχυτέρας τῆς ἀνθέλικος ἀντίτραγος» Ροῦφ. σ. 49, Ἀρτ. Χρον. Νούσ. Θερ. 1. 2, Πολυδ. Β΄, 85.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ anat. antitrago prominencia de la parte inferior del pabellón de la oreja, Aret.CD 1.2, Poll.2.85, Ruf. en Orib.25.1.17.