κάπραινα

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπραινα Medium diacritics: κάπραινα Low diacritics: κάπραινα Capitals: ΚΑΠΡΑΙΝΑ
Transliteration A: kápraina Transliteration B: kapraina Transliteration C: kapraina Beta Code: ka/praina

English (LSJ)

ἡ, fem. of κάπρος,

   A wild sow: metaph., lewd woman, Phryn.Com.33, Hermipp. 10: dub. sens. in Lyr. in Philol. 80.334.

German (Pape)

[Seite 1324] ἡ (eigtl. fem. zu κάπρος, die wilde Sau), übertr., Phryn. com. bei Poll. 7, 202, ein geiles Weib; VLL. καταφερὴς πρὸς τὰ ἀφροδίσια.

Greek (Liddell-Scott)

κάπραινα: ἡ, θηλ. τοῦ κάπρος, ἀγρία ὗς· μεταφ. ἀκόλαστος, αἰσχρὰ γυνή, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 3· ὦ σαπρὰ καὶ πασιπόρνη καὶ κάπραινα Ἕρμιππ. ἐν «Ἀρτοπώλεσι» 2.

Greek Monolingual

η (Α κάπραινα)
(θηλ. του κάπρος) άγρια γουρούνα
αρχ.
(για γυναίκα) ακόλαστη, ασελγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -αινα (πρβλ. λέ-αινα, λύκ-αινα)].