λαχανίζω
From LSJ
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
English (LSJ)
A to be at grass, of horses, Hippiatr.130:—Med., gather vegetables, EM558.14. II Lat. lachanizare, = betizare, i.e. languere, Suet.Aug.87. III Pass., become green, Gal.17(1).343.
Greek Monolingual
λαχανίζω (Α) λάχανον
1. (για ίππο) τρώγω χόρτα, χλόη, βόσκω
2. έχω ατονία, ατονώ
3. μέσ. λαχανίζομαι
συλλέγω λάχανα
4. παθ. παίρνω το χρώμα του λαχάνου, γίνομαι πράσινος.
Russian (Dvoretsky)
λαχανίζω: быть вялым, чувствовать истому Suet.