μελανόρριζον
From LSJ
Full diacritics: μελᾰνόρριζον | Medium diacritics: μελανόρριζον | Low diacritics: μελανόρριζον | Capitals: ΜΕΛΑΝΟΡΡΙΖΟΝ |
Transliteration A: melanórrizon | Transliteration B: melanorrizon | Transliteration C: melanorrizon | Beta Code: melano/rrizon |
τό,
A black hellebore, Ps.-Dsc.4.162.
μελᾰνόρριζον: τό, μέλας ἑλλέβορος, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 4. 151.
μελανόρριζον, τὸ (Α)
το φυτό ελλέβορος ο μέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθέτου μελανόρριζος].