μεγαλοεργία
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
ἡ,
A great achievement, Plb.30.25.1 (s. v. l.); contr. μεγᾰλουργία, Str.3.5.6, Ph.2.143, J.AJ2.7.1; magnificence, ib.8.3.2, al., Luc.Cal.17.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
par contr. μεγαλουργία;
grandeur des actions.
Étymologie: μεγαλοεργός.
Greek Monolingual
μεγαλοεργία, ἡ (Α)
βλ. μεγαλουργία.
Greek Monotonic
μεγᾰλοεργία: ἡ, συνηρ. -ουργία, μεγαλοπρέπεια, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοεργία: стяж. μεγᾰλουργία ἡ
1) величие, великолепие Luc.;
2) щедрость, пышность (τῆς δωρεᾶς Polyb.).
Middle Liddell
μεγᾰλοεργία, ἡ, [from μεγᾰλοεργής]
magnificence, Luc.