Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
Full diacritics: πᾰλίδορκος | Medium diacritics: παλίδορκος | Low diacritics: παλίδορκος | Capitals: ΠΑΛΙΔΟΡΚΟΣ |
Transliteration A: palídorkos | Transliteration B: palidorkos | Transliteration C: palidorkos | Beta Code: pali/dorkos |
[ῐ], ον,
A looking back, cj. in Alcm.145.
πᾰλίδορκος: -ον, ὁ ὀπίσω βλέπων, Ἀλκμάν 139.
παλίδορκος, -ον (Α)
(πιθ. γρφ.) αυτός που βλέπει προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + -δορκος (< δέρκομαι «βλέπω», πρβλ. δέδορκα), πρβλ. οξύ-δορκος].