πολυειδήμων

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυειδήμων Medium diacritics: πολυειδήμων Low diacritics: πολυειδήμων Capitals: ΠΟΛΥΕΙΔΗΜΩΝ
Transliteration A: polyeidḗmōn Transliteration B: polyeidēmōn Transliteration C: polyeidimon Beta Code: polueidh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A knowing much, S.E.M.1.63.

German (Pape)

[Seite 662] ον, viel wissend, Sext. Emp. adv. gramm. 63.

Greek (Liddell-Scott)

πολυειδήμων: -ον, ὁ πολλὰ εἰδώς, γινώσκων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 63. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 258.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που γνωρίζει πολλά, πολυμαθής, πολύξερος («πολυειδήμονά τινα καὶ πολυμαθῆ βούλεται εἶναι τὸν γραμματικόν», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + εἰδήμων (< οἶδα «γνωρίζω»), πρβλ. παντ-ειδήμων].