προσκόσμημα
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
ατος, τό,
A additional ornament, Ἑλληνικά 1.18 (Gytheum, i A.D.), IG4.203.9 (Corinth, ii A.D.), CIG 3080.5 (Teos); π. τῆς Ἀρτέμιδος prob. in BMus.Inscr.481*.530 (Ephesus, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 770] τό, hinzugefügter Schmuck, Schol. Plat. Rep. IV, 167.
Greek (Liddell-Scott)
προσκόσμημα: τό, πρόσθετον κόσμημα, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104, 3080.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α προσκοσμῶ
πρόσθετο κόσμημα, στόλισμα («προσκόσμημα τῆς Ἀρτέμιδος», επιγρ.).