καμψίουρος

From LSJ
Revision as of 14:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμψίουρος Medium diacritics: καμψίουρος Low diacritics: καμψίουρος Capitals: ΚΑΜΨΙΟΥΡΟΣ
Transliteration A: kampsíouros Transliteration B: kampsiouros Transliteration C: kampsiouros Beta Code: kamyi/ouros

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A bending the tail, v. σκίουρος.

German (Pape)

[Seite 1319] den Schwanz biegend, das Eichhörnchen, σκίουρος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καμψίουρος: -ον, ὁ κάμπτων τὴν οὐράν, ἴδε σκίουρος.

Greek Monolingual

καμψίουρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. αυτός που κάμπτει την ουρά
2. το αρσ. ως ουσ.καμψίουρος
ο σκίουρος, η βερβερίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμψι- (< κάμπτω) + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. θυσάν-ουρος, μακρόουρος. Σύνθ. του τ. τερψί-μβροτος].