καταστείχω

From LSJ
Revision as of 00:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστείχω Medium diacritics: καταστείχω Low diacritics: καταστείχω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: katasteíchō Transliteration B: katasteichō Transliteration C: katasteicho Beta Code: katastei/xw

English (LSJ)

aor. 2 -έστῐχον,

   A = κατέρχομαι, AP9.298 (Antiphil.); return from exile, IG22.1113.12.

Greek (Liddell-Scott)

καταστείχω: μέλλ. -ξω, = κατέρχομαι, εἰς ἄστυ κατέστιχον Ἀνθ. Π. 9. 298· τινός, καταστείχοντι κελεύθου, ἐξ ὁδοῦ, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 230, καὶ ἐν Ἐπιγρ. CIA. III, 44. 12.

Greek Monolingual

καταστείχω (Α)
1. κατέρχομαι, κατεβαίνω
2. επιστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στείχω «περπατώ, βαδίζω»].

Greek Monotonic

καταστείχω: μέλ. -ξω = κατέρχομαι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταστείχω: (aor. 2 κατέστῐχον) возвращаться (εἰς ἄστυ Anth.).

Middle Liddell

fut. ξω = κατέρχομαι, Anth.]