μεμπτέος

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμπτέος Medium diacritics: μεμπτέος Low diacritics: μεμπτέος Capitals: ΜΕΜΠΤΕΟΣ
Transliteration A: memptéos Transliteration B: mempteos Transliteration C: mempteos Beta Code: mempte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be blamed, Gorg.Hel.19, A.D.Pron.49.13.    II -τέον, one must blame, reject, Str.1.2.1, Sor.1.21, Plot.3.2.7.

Greek (Liddell-Scott)

μεμπτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μέμφομαι, ὃν πρέπει τις νὰ μεφθῆ, ψέξῃ, ἄξιος μομφῆς, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολογ. 1. 43. ΙΙ. μεμπτέον, ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ μεμφθῇ, Πλωτῖν. 3. 2, 7.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α μεμπτέος, -α, -ον) μέμφομαι
αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος.