μελάμφωνος
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ον,
A with indistinct voice, Id.5.384.
German (Pape)
[Seite 119] mit dunkler, heiserer Stimme, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
μελάμφωνος: -ον, ὁ ἔχων ἀμυδράν, ἀσαφῆ ἢ βραχνὴν φωνήν, Λατ. fusca voce, Γαλην. 5. 384.
Greek Monolingual
μελάμφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει αμυδρή, μη ευκρινή ή βραχνή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + φωνή.