προεκλείπω

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκλείπω Medium diacritics: προεκλείπω Low diacritics: προεκλείπω Capitals: ΠΡΟΕΚΛΕΙΠΩ
Transliteration A: proekleípō Transliteration B: proekleipō Transliteration C: proekleipo Beta Code: proeklei/pw

English (LSJ)

   A fail to assist, τινα Hp.Ep.10:—Pass., to be evacuated previously, J.AJ17.10.9.

German (Pape)

[Seite 719] vorher verlassen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

προεκλείπω: ἐγκαταλείπω πρότερον, μετ’ αἰτ., μὴ προεκλιπὼν Δημόκριτον Ἱππ. Ἐπιστ. 1274. 3. ― Παθητ., Ἐμμαοῦς προεκλειφθεῖσα ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 12. 9.

Greek Monolingual

Α
1. εγκαταλείπω προηγουμένως κάποιον, αρνούμαι να τον βοηθήσω
2. παθ. προεκλείπομαι
(για πόλη) εγκαταλείπομαι, εκκενώνομαι από τους κατοίκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκλείπω «εγκαταλείπω»].