πωλητικός

From LSJ
Revision as of 08:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλητικός Medium diacritics: πωλητικός Low diacritics: πωλητικός Capitals: ΠΩΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pōlētikós Transliteration B: pōlētikos Transliteration C: politikos Beta Code: pwlhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A offering for sale, τὸ τῆς . . ἀρετῆς π. the trade of offering excellence for sale, Pl.Sph.224d.

German (Pape)

[Seite 827] den Verkauf betreffend, verkaufend, τινός, Plat. Soph. 224 d.

Greek (Liddell-Scott)

πωλητικός: -ή, -όν, ὁ παρέχων εἰς πώλησιν, τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πωλεῖν τὴν ἀρετὴν (τὴν ὑπεροχήν), Πλάτ. Σοφιστ. 224D. Ἐπίρρ. -κῶς.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πωλητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώληση
2. αυτός που προσφέρει κάτι για πώληση
3. φρ. «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το επάγγελμα του να πουλάει κανείς την αρετή.
επίρρ...
πωλητικῶς Α
με πωλητικό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

πωλητικός: продажный, торговый Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πωλητικός -ή -όν [πωλέω] verkoops-.