γεροντεύω
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
A to be a senator, γεροντεύσας IG5(1).254 (Sparta, i B. C.), al.:—Med., Hsch.s.v. γηρωπίζεται.
German (Pape)
[Seite 486] Senator sein, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
γεροντεύω: εἶμαι γέρων ἢ γερουσιαστής, γεροντεύσας Ἐπιγρ. Λακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1261·- μέσ. παρ’ Ἡσυχ.
Spanish (DGE)
1 ser miembro del Consejo, IG 5(1).254 (Esparta I a.C.).
2 en v. pas. ser digno de respeto Hsch.s.u. γηρωπίζεται.
Greek Monolingual
(Α γεροντεύω) γέρων (-οντος)]
νεοελλ.
απρακτώ κοντά σε γέροντα (ιερωμένο)
αρχ.
είμαι γέρων, γερουσιαστής.