σικυώνη

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐκῠώνη Medium diacritics: σικυώνη Low diacritics: σικυώνη Capitals: ΣΙΚΥΩΝΗ
Transliteration A: sikyṓnē Transliteration B: sikyōnē Transliteration C: sikyoni Beta Code: sikuw/nh

English (LSJ)

ἡ,=

   A σίκυος 2, Hp.Steril.221.    2 cupping instrument, ib.222.

Greek (Liddell-Scott)

σῐκυώνη: καὶ -ία, ἡ, = σικύα, ἐν πάσῃ σημασίᾳ, Ἱππ. 423. 55., 424. 2, κτλ.· πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 154C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σικυωνία· κολοκύνθη».

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. πικραγγουριά
2. βεντούζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σικύα / σίκυος + επίθημα -ώνη (πρβλ. βρυ-ώνη)].