Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράρριζος

From LSJ
Revision as of 14:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράρριζος Medium diacritics: τετράρριζος Low diacritics: τετράρριζος Capitals: ΤΕΤΡΑΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: tetrárrizos Transliteration B: tetrarrizos Transliteration C: tetrarrizos Beta Code: tetra/rrizos

English (LSJ)

ον,

   A with four roots, ὀδόντες Gal.2.753: -ρριζος = dentium dolor, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τετράρριζος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥίζας, τετράρριζοι ὀδόντες Γαλην. τ. 4, σ. 16.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερεις ρίζες («τετράρριζοι ὀδόντες», Γαλ.)
2. το αρσ. ως ουσ.τετράρριζος
οδονταλγία, πονόδοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. τρί-ρριζος].