φανερόφιλος

From LSJ
Revision as of 15:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰνερόφῐλος Medium diacritics: φανερόφιλος Low diacritics: φανερόφιλος Capitals: ΦΑΝΕΡΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: phaneróphilos Transliteration B: phanerophilos Transliteration C: fanerofilos Beta Code: fanero/filos

English (LSJ)

ον,

   A open friend, opp. φανερομισής, Arist.EN1124b27.

German (Pape)

[Seite 1254] offen in der Liebe, Freundschaft, ein offener, unverhohlener Freund, Ggstz von φανερόμισος, Arist. eth. Nicom. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰνερόφῐλος: -ον, ὁ φανερῶς ἀγαπῶν, φανερὸς φίλος, πρβλ. φανερόμισος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est ouvertement ami, ami déclaré.
Étymologie: φανερός, φίλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου τα φιλικά αισθήματα για κάποιον είναι έκδηλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + φίλος (πρβλ. χρηστό-φιλος)].

Greek Monotonic

φᾰνερόφῐλος: -ον, αυτός που αγαπά φανερά ανοιχτός φίλος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

φᾰνερόφῐλος: откровенно дружеский Arst.

Middle Liddell

φᾰνερό-φῐλος, ον,
openly loving, an open friend, Arist.