παραδοξογράφος

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδοξογράφος Medium diacritics: παραδοξογράφος Low diacritics: παραδοξογράφος Capitals: ΠΑΡΑΔΟΞΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: paradoxográphos Transliteration B: paradoxographos Transliteration C: paradoksografos Beta Code: paradocogra/fos

English (LSJ)

[γρᾰ], ὁ,

   A writer on marvels, Tz.H.2.151.

German (Pape)

[Seite 477] wunderbare Dinge schreibend, Tzetz. Chil.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοξογράφος: ὁ γράφων παράδοξα, θαυμαστὰ πράγματα, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 151.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
φιλολ. όρος ο οποίος αποδόθηκε σε σειρά Ελλήνων συγγραφέων της ελληνιστικής και μεταγενέστερης εποχής που με τα έργα τους περιέγραψαν διάφορα φυσικά φαινόμενα ή ανθρώπινα επιτεύγματα ή γεγονότα της τοπικής ιστορίας, τα οποία δεν ακολουθούσαν την καθιερωμένη λογική τάξη και δεν μπορούσαν να ενταχθούν στα πλαίσια της κοινής εμπειρίας (παράδοξα, θαυμάσια), προκαλούσαν δε την έκπληξη και τον θαυμασμό, όρος που με αυτήν την σημασία απαντά ήδη στον Βυζαντινό συγγραφέα Τζέτζη
νεοελλ.
ο συγγραφέας απίθανων, φανταστικών ιστοριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοξα + -γράφος (< γράφω)].