πεντάμορφος

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάμορφος Medium diacritics: πεντάμορφος Low diacritics: πεντάμορφος Capitals: ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: pentámorphos Transliteration B: pentamorphos Transliteration C: pentamorfos Beta Code: penta/morfos

English (LSJ)

ον,

   A having five shapes, of evil, Simp. in Epict.pp.71,72 D.

German (Pape)

[Seite 557] fünfgestaltig, Simpl. zu Epict.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάμορφος: ἴδε ἐν λ. πεντεμ-.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάμορφος και πεντέμορφος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πέντε μορφές ή πέντε σχήματα
νεοελλ.
1. πολύ όμορφος, πανέμορφος
2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάμορφη
(λαογρ.) τύπος νέας κόρης με εκθαμβωτική ομορφιά, που είναι η αγαπημένη ηρωίδα πολλών λαϊκών παραμυθιών και ποιημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πεντε- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος. Ο νεοελλ. τ. πεντάμορφος «πάρα πολύ όμορφος» < επιτατ. πεντα- + όμορφος].