ἐνευδαιμονέω
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
A to be happy in, Th.2.44, D.S.34.3; τῷ καιρῷ Lib.Or. 14.43.
German (Pape)
[Seite 839] darin, dabei glücklich sein, τινί, Thuc. 2, 44 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνευδαιμονέω: εὐδαιμονῶ ἔν τινι, οἷς ἐνευδαιμονῆσαι Θουκ. 2. 44· ταῖς βασιλείαις ἐνευδαιμόνησαν Διόδ. Ἀποσπ. 601. 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être ou vivre heureux dans.
Étymologie: ἐν, εὐδαιμονέω.
Spanish (DGE)
sentirse dichoso en, ser feliz en οἷς ἐνευδαιμονῆσαι τε ὁ βίος ... ξυνεμετρήθη a quienes la vida les fue medida para ser felices en ella Th.2.44
•c. dat. ταῖς βασιλείαις D.S.34/35.3, cf. SIG 798.14 (Cízico I d.C.), Lib.Or.14.43.
Greek Monotonic
ἐνευδαιμονέω: μέλ. -ήσω, είμαι ευτυχισμένος στην ζωή μου, ευτυχώ, ευημερώ, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνευδαιμονέω: (в чем-л. или чем-л.) быть счастливым, наслаждаться счастьем Thuc., Diod.