ὀρειλεχής

From LSJ
Revision as of 01:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειλεχής Medium diacritics: ὀρειλεχής Low diacritics: ορειλεχής Capitals: ΟΡΕΙΛΕΧΗΣ
Transliteration A: oreilechḗs Transliteration B: oreilechēs Transliteration C: oreilechis Beta Code: o)reilexh/s

English (LSJ)

ές,

   A couching on the hills, λέοντες Emp.127.1.

German (Pape)

[Seite 371] ές, in den Bergen liegend, schlafend, λέοντες, Empedocl. 227 bei Ael. H. A. 12, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειλεχής: -ές, ὁ κοιταζόμενος ἐπὶ τῶν ὀρέων, λέων Ἐμπεδ. 227.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a son repère dans les montagnes.
Étymologie: ὄρος, λέχος.

Greek Monolingual

ὀρειλεχής, -ές (Α)
αυτός που κοιμάται ή κατοικεί στα όρη («ὀρειλεχεῑς λέοντες», Εμπεδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -λεχής (< λέχος «κλίνη»), πρβλ. γη-λεχής].

Russian (Dvoretsky)

ὀρειλεχής: имеющий логовище в горах (λέοντες Emped.).