ὁμοτελής

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοτελής Medium diacritics: ὁμοτελής Low diacritics: ομοτελής Capitals: ΟΜΟΤΕΛΗΣ
Transliteration A: homotelḗs Transliteration B: homotelēs Transliteration C: omotelis Beta Code: o(motelh/s

English (LSJ)

ές,

   A paying the same taxes, Poll.3.56, Hsch. ; ὁ. πόλις SIG581.62 (Hierapytna, iii/ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 340] ές, dieselben Abgaben entrichtend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοτελής: -ές, ὁ τὰ αὐτὰ τέλη τελῶν μετὰ τῶν ἄλλων, ἰσοτελής, Πολυδ. Γ΄, 56, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὁμοτελής, -ές)
αυτός που πληρώνει τα ίδια τέλη, τους ίδιους φόρους με άλλον ή με άλλους, ισοτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τελής (< τέλος «φόρος»), πρβλ. ισο-τελής].