πυόρροια

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠόρροια Medium diacritics: πυόρροια Low diacritics: πυόρροια Capitals: ΠΥΟΡΡΟΙΑ
Transliteration A: pyórroia Transliteration B: pyorroia Transliteration C: pyorroia Beta Code: puo/rroia

English (LSJ)

ἡ,

   A discharge of matter, Dsc.5.113.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
εκροή πύου σε μεγάλη ποσότητα («φατνιακή πυόρροια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυορροῶ. Η λ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pyorrhea].