συναποδέχομαι
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
A join in admitting, -δεδέχθαι [τὸ τέμενος] ἄσυλον εἶμεν SIG629.18 (Aetolia, ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
συναποδέχομαι: ἀποδέχομαι ὁμοῦ, Ἐπιγρ. Δελφῶν Bul. de cor. hel. V. σ. 375.
Greek Monolingual
Α
αποδέχομαι κάτι επί πλέον.
Greek Monolingual
Α
αποδέχομαι κάτι επί πλέον.