τιμάξιος
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
ον,
A worthy of honour: Sup. -ώτατος, as a title, POxy. 943.9 (vi A.D.).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ο άξιος τιμής και σεβασμού, αξιοσέβαστος
2. (κυρίως το αρσ. του υπερθ. βαθμού) τιμαξιώτατος
τιμητική προσφώνηση επίσημων προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + ἄξιος.