ἁλμήεις
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
εσσα, εν,
A salt, briny, πόρος ἁ., i.e. the sea, A.Supp. 844 (lyr.) codd. (-ιόεις Herm.).
German (Pape)
[Seite 108] πόρος, der salzige Meerpfad, Aesch. Suppl. 824.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
salé.
Étymologie: ἅλμη.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
salino, salado ἁλμήεντα πόρον el salino paso del Helesponto, A.Supp.844.
Greek Monolingual
ἁλμήεις, -εσσα, -εν (Α) ἅλμη
1. αλμυρός, της θάλασσας
2. φρ. «πόρος ἁλμήεις», η θάλασσα.
Russian (Dvoretsky)
ἁλμήεις: ήεσσα, ῆεν соленый, т. е. морской (πόρος Aesch.).