ἅρμοσμα
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ατος, τό,
A joined work, τρόπις δ' ἐλείφθη ποικίλων ἁρμοσμάτων E.Hel.411.
German (Pape)
[Seite 356] τό, das Zusammengefügte, Eur. Hell. 418.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
armazón de la estructura de un barco τρόπις δ' ἐλείφθη ποικίλων ἁρμοσμάτων E.Hel.411.
Greek Monolingual
ἅρμοσμα, το (Α) αρμόζω
η εργασία της συναρμολόγησης.
Russian (Dvoretsky)
ἅρμοσμα: ατος τό скрепление, остов (ναυαγίων ἁρμόσματα Eur.).