ἐμπαιδεύω

From LSJ
Revision as of 12:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπαιδεύω Medium diacritics: ἐμπαιδεύω Low diacritics: εμπαιδεύω Capitals: ΕΜΠΑΙΔΕΥΩ
Transliteration A: empaideúō Transliteration B: empaideuō Transliteration C: empaideyo Beta Code: e)mpaideu/w

English (LSJ)

   A lecture amongst, τισί Philostr.VS1.21.3:—Pass., to be brought up in, ἐλευθέροισι τρόποις E.Fr.413.

German (Pape)

[Seite 809] darin, dabei erziehen, τινί, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπαιδεύω: παιδεύω ἐν, ἢ μεταξύ, δεομένων δὲ τῶν Κλαζομενίων τὰς μελέτας αὐτὸν οἴκοι ποιεῖσθαι καὶ προβήσεσθαι τὰς Κλαζομενὰς ἐπὶ μέγα ἡγουμένων, εἰ τοιοῦτος δὴ ἀνὴρ ἐμπαιδεύσοι σφίσιν, κτλ., ἐὰν τοιοῦτος ἀνὴρ ἤθελε διδάξῃ μεταξὺ αὐτῶν, Φιλόστρ. 516. - Παθ., ἐμπαιδεύομαι ἐλευθέροις τρόποις, ἐκπαιδεύομαι, ἀνατρέφομαι, Εὐρ. Ἀποσπ. 417.

Spanish (DGE)

1 educar en en v. pas. c. dat. abstr. ἐλευθέροισιν ἐμπεπαίδευμαι τρόποις E.Fr.413, ὁ ἐμπαιδευόμενος τοῖς πειρασμοῖς el disciplinado en las tentaciones Nil.M.79.452C.
2 intr. impartir enseñanza entre c. dat. de pers. σφίσιν Philostr.VS 516.

Greek Monolingual

ἐμπαιδεύω (Α)
1. «ἐμπαιδεύω τισίν» — διδάσκω ανάμεσα σε κάποιους
2. «ἐμπαιδεύομαι ἐλευθέροις τρόποις» — παιδεύομαι, ανατρέφομαι σε περιβάλλον που ταιριάζει σε ελεύθερους.