ἐκπαφλάζω
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
A boil or bubble over, Arist.Pr.936b23.
German (Pape)
[Seite 771] Blasen mit Geprassel aufwerfen, wie kochendes Wasser, Arist. probl. 24, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπαφλάζω: βράζων φουσκώνω καὶ χύνομαι ἔξω, διὰ τί τὸ μὲν ὕδωρ ζέον οὐκ ἐκπαφλάζει, τὸ δὲ ἔτνος καὶ ἡ φακῆ; Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 1.
Spanish (DGE)
1 desbordarse, borbotear hasta salirse τὸ μὲν ὕδωρ ζέον οὐκ ἐκπαφλάζει Arist.Pr.936b23.
2 saltar, crepitar hacia fuera φλὸξ ἐκ τῶν θεμελίων ἐκπαφλάσασα κατέφλεξεν ... πολλούς Ps.Caes.218.620.
Greek Monolingual
ἐκπαφλάζω (Α)
βράζοντας φουσκώνω και χύνομαι έξω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπαφλάζω: (о кипящей жидкости) выливаться через край (τὸ ὕδορ ζέον ἐκπαφλάζει Arst.).