ἰσχέγαον

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχέγᾱον Medium diacritics: ἰσχέγαον Low diacritics: ισχέγαον Capitals: ΙΣΧΕΓΑΟΝ
Transliteration A: ischégaon Transliteration B: ischegaon Transliteration C: ischegaon Beta Code: i)sxe/gaon

English (LSJ)

τό, (ἴσχω, γῆ)

   A retaining wall, SIG241A7, 247I214 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

ἰσχέγαον, τὸ (Α)
τοίχος που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί τα χώματα υπερκείμενου επιπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε- τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικὸ το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. έχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + -γαον (< γαῖα), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.].