ὀφθαλμοειδής

From LSJ
Revision as of 13:38, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφθαλμοειδής Medium diacritics: ὀφθαλμοειδής Low diacritics: οφθαλμοειδής Capitals: ΟΦΘΑΛΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ophthalmoeidḗs Transliteration B: ophthalmoeidēs Transliteration C: ofthalmoeidis Beta Code: o)fqalmoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like eyes, ἄνθη Dsc.3.139. Adv. -δῶς Ps.-Dsc.4.58.    2 visible, ἔργον Aristox. Harm.p.40M.

German (Pape)

[Seite 425] ές, augenartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὀφθαλμόν, Διοσκ. 3. 156. 2) φανερός, κατάδηλος, καταφανής, Ἀριστόξενος ἐν Ἀρμον. Στοιχ. σ. 40.

Greek Monolingual

-ές (Α ὀφθαλμοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με οφθαλμό
αρχ.
καταφανής, ολοφάνερος.
επίρρ...
ὀφθαλμοειδῶς (Α)
με σχήμα οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -ειδής].