ἀρίστευμα

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρίστευμα Medium diacritics: ἀρίστευμα Low diacritics: αρίστευμα Capitals: ΑΡΙΣΤΕΥΜΑ
Transliteration A: arísteuma Transliteration B: aristeuma Transliteration C: aristevma Beta Code: a)ri/steuma

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό,

   A = ἀριστεία, deed of prowess, Eust.115.14 (pl.), Gp.Praef.2 (pl.).

German (Pape)

[Seite 352] τό, = ἀριστεία, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίστευμα: τό, = ἀριστεία, ἔνδοξον κατόρθωμα, «ἔργοις καλλίστοις, καὶ τροπαίοις, καὶ νίκαις, καὶ τοῖς λοιποῖς ἀριστεύμασιν» Γεωπ. Προοίμ. 2, Εὐστ. 115. 14.

Spanish (DGE)

-ματος, τό hazaña Eust.115.14.

Greek Monolingual

ἀρίστευμα, το (Μ) αριστεύω
το κατόρθωμα, ο άθλος, το ανδραγάθημα.