ἀρυταινοειδής

From LSJ
Revision as of 13:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρῠταινοειδής Medium diacritics: ἀρυταινοειδής Low diacritics: αρυταινοειδής Capitals: ΑΡΥΤΑΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: arytainoeidḗs Transliteration B: arytainoeidēs Transliteration C: arytainoeidis Beta Code: a)rutainoeidh/s

English (LSJ)

[ᾰ], ές,

   A shaped like an ἀρύταινα, χόνδρος ἀ. arytenoid cartilage of the larynx, Gal.UP7.11, cf. 18(2).951.

German (Pape)

[Seite 364] χόνδρος, gießkannensörmig, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρῠταινοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ἀρυταίνης, «ὁ τρίτος χόνδρος (τοῦ λάρυγγος) εἰς στενὸν κομιδῇ καὶ αὐτὸς τελευτᾷ, οὗ τὸ ἄνω πέρας ἀρυταινοειδὲς οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνατομικῶν ὀνομάζουσιν ἀπὸ τῆς τοῦ σχήματος ὁμοιότητος πρὸς ταύτας δὴ τὰς προχόους, ἃς ἤδη καὶ ἀρυταίνας ἔνιοι καλοῦσι», Γαλην. 3. 553, πρβλ. 556.

Spanish (DGE)

-ές
anat. aritenoides e.d. de forma de cazo (χόνδρος) οὖ τὸ ἄνω πέρας ἀρυταινοειδὲς οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνατομικῶν ὀνομάζουσι (cartílago) a cuyo extremo llaman aritenoides la mayoría de los anatomistas Gal.3.553
subst. ὁ ἀ. el aritenoides Gal.18(2).951.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀρυταινοειδής, [-οῡς], -ές)
αυτός που μοιάζει στο σχήμα με αρύταινα (αποδίδεται στον τρίτο χόνδρο του λάρυγγα) (Γαληνός)
νεοελλ.
«αρυταινοειδείς μύες» — ζεύγος μυών που κλείνουν την είσοδο του λάρυγγα κατά την κατάποση.