ἀσκόπευτος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκόπευτος Medium diacritics: ἀσκόπευτος Low diacritics: ασκόπευτος Capitals: ΑΣΚΟΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: askópeutos Transliteration B: askopeutos Transliteration C: askopeftos Beta Code: a)sko/peutos

English (LSJ)

ον,

   A free from intrusions, πενία ἀ. οὐσία Secund.Sent.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκόπευτος: -ον, ὅν οὐδεὶς θηρεύει, ἀθήρευτος, τί ἐστι πενία; ἄφθονον πρᾶγμα, ἀσκόπευτος οὐσία Σεκοῦνδος σ. 637.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser evaluado, incalculable (πενία) ἀσκόπευτος οὐσία Secund.Sent.17.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσκόπευτος, -ον) σκοπεύω
Ι. νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή πρόθεση
2. ο αστόχαστος, ο απερίσκεπτος