ἱεριτεύω
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
A serve as priest, τᾷ Δάματρι IG 5(2).266 (Mantinea, i B.C.): Dor. ἱᾰριτεύω GDI5117 (Crete, iv/iii B.C.), 4841 (Cyrene): pf. part. ἱαριτευωκότες Abh.Berl.Akad.1925 (5).7 (ibid.): later ἱερειτεύω GDI4842 (ibid.).
Greek Monolingual
ἱεριτεύω και ἱερειτεύω, δωρ. τ. ἱαριτεύω (Α)
ιερατεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός, αναλογικά προς το πολιτεύω].