ὀλβοθρέμμων

From LSJ
Revision as of 09:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβοθρέμμων Medium diacritics: ὀλβοθρέμμων Low diacritics: ολβοθρέμμων Capitals: ΟΛΒΟΘΡΕΜΜΩΝ
Transliteration A: olbothrémmōn Transliteration B: olbothremmōn Transliteration C: olvothremmon Beta Code: o)lboqre/mmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A nursed amid wealth, Κῆρες Pi.Fr.277.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβοθρέμμων: -ον, ὁ τεθραμμένος ἐν ὄλβῳ Κῆρες Πινδάρου Ἀποσπ. 245.

English (Slater)

ὀλβοθρέμμων
   1 reared amid wealth (cf. ὑδατοθρέμμων) Κῆρες ὀλβοθρέμμονες fr. 277 ad fr. 223.

Greek Monolingual

ὀλβοθρέμμων, -ον (Α)
αυτός που ανατράφηκε μέσα σε πλούτο, σε πλούσιο περιβάλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + -θρέμμων (< τρέφω), πρβλ. υδατο-θρέμμων].

Russian (Dvoretsky)

ὀλβοθρέμμων: 2, gen. ονος вскормленный счастьем (Κῆρες Pind.).