αἰτηματώδης
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ες,
A question-begging, Plu.2.694f.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτηματώδης: -ες, (εἶδος) = ὅμοιος αἰτήματι, Πλουτ. 2. 694F.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a le caractère d’un postulat.
Étymologie: αἴτημα, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
que es una petición de principio, que se basa en un círculo vicioso τὸ δὲ σύντηγμα τὴν θερμότητα ποιεῖν ... αἰτηματῶδες εἶναι pero (decía) que (la teoría de que) el calor produjera licuefacción ... era un círculo vicioso Plu.2.694e.
Greek Monolingual
αἰτηματώδης, -ες (Α) αἴτημα
ο όμοιος με αίτημα.
Russian (Dvoretsky)
αἰτημᾰτώδης: филос. принимаемый в виде необходимого предположения, имеющий характер постулата Plut.